- δηρίομαι
- δηρί̱ομαι , δηριάομαιcontendpres ind mp 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδήριτος — ἀδήρητος, ον (Α) [δηρίομαι] 1. ο δίχως μάχη ή αγώνα 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος 3. ακαταμάχητος, ακατανίκητος … Dictionary of Greek
περιδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)] … Dictionary of Greek